στηλιτικός

στηλιτικός
-ή, -ό, Ν [στηλίτες]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στηλιτικά
πολιτική ανωμαλία που σημειώθηκε το 1874 κατά την έκτη βουλευτική περίοδο, όταν οι βουλευτές τής κυβέρνησης Δημ. Βούλγαρη συνέρχονταν στη βουλή για να ψηφίσουν νομοσχέδια χωρίς να συγκεντρώνουν τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα αριθμό ψήφων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”